- εξορκισμός
- Πρακτική εξαγνισμού για την εξουδετέρωση των μιασμάτων (που στις διάφορες θρησκείες συνδέονται με την έννοια της ακαθαρσίας) και των κακοποιών επιδράσεων πνευμάτων, νεκρών, μάγων κλπ. Ο ε. ήταν πολύ διαδεδομένος κατά την αρχαιότητα και εξακολουθεί και σήμερα να είναι μεταξύ των πρωτόγονων φυλών, όπου το κακό, φυσικό ή ηθικό, θεωρείται έργο κακοποιών πνευμάτων. Οι κάτοικοι της αρχαίας Μεσοποταμίας είχαν ιερείς ειδικευμένους στους ε. που γνώριζαν τελετουργίες και τύπους γι’ αυτό τον σκοπό –οι οποίοι έφτασαν έως εμάς χάρη στις αρχαιολογικές ανακαλύψεις– με τους οποίους θεράπευαν όσους προσέφευγαν σε αυτούς· στην αρχαία Ελλάδα, ε. έκαναν μερικοί περιπλανώμενοι εξορκιστές που ενεργούσαν σύμφωνα με τις διδασκαλίες του μυθικού Ορφέα. Γενικά, όμως, όλες οι θρησκείες, είτε διαθέτουν είτε δεν διαθέτουν ειδικούς εξορκιστές, γνωρίζουν και δέχονται την πρακτική αυτή. Κατά τη δογματική της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ε. ορίζεται ως επιτίμηση και εκδίωξη του πονηρού πνεύματος, που φωλιάζει στον υποψήφιο χριστιανό, που πρόκειται να βαπτιστεί. Η Εκκλησία προετοιμάζει τους κατηχούμενους για το βάπτισμα με ε. και απόταξη του Σατανά. Σε παλαιότερους χρόνους, υπήρχε στην Εκκλησία ειδική τάξη εξορκιστών που πίστευαν ότι είχαν χάρισμα ιαμάτων.
Ε. –δηλαδή ευχές που διαβάζονται σε ακάθαρτα πνεύματα– έχουν γράψει ο Μέγας Βασίλειος, ο Ιωάννης Χρυσόστομος κ.ά.
Η Εκκλησία προετοιμάζει τους κατηχούμενους που θα βαπτιστούν με εξορκισμό και απόταξη του Σατανά (φωτ. ΑΠΕ).
* * *και ξορκισμός, ο (AM ἐξορκισμός) [εξορκίζω]1. προσευχή για απομάκρυνση πονηρών πνευμάτων ή για θεραπεία αρρώστου2. η απομάκρυνση πονηρών πνευμάτωναρχ.επιβολή όρκου σε κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.